-
1 выпускной
επ.1. απολυτήριος•-ые экзамены απολυτήριες εξετάσεις•
выпускной вечер εσπερίδα των τελειοφοίτων.
2. της εξαγωγής•-ое! отверстие οπή εξαγωγής ή διαφυγής•
выпускной клапан βαλβίδα εξαγωγής•
-ая труба σωλήνας εξαγωγής.
-
2 выпускной
выпускн||ойприл:\выпускнойые экзамены οἱ ἀπολυτήριες ἐξετάσεις· \выпускнойо́й вечер ἡ γιορτή τών τελειοφοίτων· \выпускнойо́й клапан ἡ βαλβίδα ἐξαγωγής. -
3 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
4 коллектор
тех. о συλλέκτ/ηςГребешки - а эл. σημεία στήριξης του - ηканализационный - о συλλεκτήρας της αποχέτευσης/των ομβρίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коллектор
-
5 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
6 вентиль
1. (трубопроводный) η βαλβίδα 2. (электрический) о ανορθωτής 3. (электронная схема) η πύλη 4. (волноводный, СВЧ) ο μονωτήρας 5. муз. η βαλβίδα πνευστώνη βαλβίδα ρύθμισης μήκους (οργάνου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиль
-
7 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок
-
8 жёлоб
το λούκιτο αυλάκιη υποδοχήο οχετός στέγηςο υδροσωλήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жёлоб
-
9 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
10 насадок
(аргд.) η κεφαλήτο ακροφύσιοτο εξάρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насадок